- ξώπετσα
- ηβλ. εξώπετσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)ξώπετσα — επίρρ. τοπ., εξώδερμα (βλ. λ.). ξώπετσα επίρρ. τοπ., ξυστά, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξώπετσα — (I) και ξώπετσα, η η εξωτερική επιφάνεια τού δέρματος. (II) και ξώπετσα επίρρ. βλ. εξώπετσος … Dictionary of Greek
(ε)ξώδερμα — επίρρ. τοπ., στην επιφάνεια του δέρματος, ξώπετσα, όχι βαθιά, επιπόλαια: Τον πήρε το βόλι ξώδερμα. ξώδερμα επίρρ. τοπ., ξυστά, ξώπετσα, ξώφαλτσα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωπέτσιν — ἐξωπέτσιν (Μ) επίρρ. ξώπετσα, επιπόλαια … Dictionary of Greek
εξώπετσος — και ξώπετσος, η, ο 1. επιδερμικός 2. επιφανειακός 3. (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εξώπετσα και ξώπετσα επιπόλαια, επιφανειακά … Dictionary of Greek
ξέλειχα — επίρρ. 1. επιπόλαια 2. έξω έξω, άκρη άκρη, ξώπετσα («τόν πέτυχε ξέλειχα η σφαίρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
ξέσκουρα — επίρρ. 1. επιπόλαια, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξώπετσα («η σφαίρα τόν πήρε ξέσκουρα») 2. με επιπολαιότητα, ελαφρά, χωρίς σοβαρότητα («μην τό παίρνεις ξέσκουρα, να τό φροντίσεις») … Dictionary of Greek
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek
ξώδερμα — επίρρ. σχεδόν πάνω στην επιφάνεια τού δέρματος, επιφανειακά, ξώπετσα, επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξώδερμα, με σίγηση τού αρκτ. ε ] … Dictionary of Greek
ξώφαρσος — η, ο επιφανειακός, ξώπετσος, επιπόλαιος. επίρρ... ξώφαρσα επιφανειακά, ξώπετσα, ξυστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + φάρσος «πλευρά»] … Dictionary of Greek